Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζουμέρκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζουμέρκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

5ο Φεστιβάλ παραδοσιακών χορών Π.Σ Κληματιάς (κλίκ εδώ)

Ο Πρόεδρος και το Δ.Σ. του Χορευτικού Ομίλου Χουλιαράδων θέλει να συγχαρεί τον Πολιτιστικό Σύλλογο Νέων Κληματιάς για την όμορφη εκδήλωση που οργάνωσε την Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015. Παρά τις δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, η επιμονή των διοργανωτών να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση είχε ως αποτέλεσμα πέντε Πολιτιστικοί Σύλλογοι (Π. Σ. Νέων Κληματιάς, Χ.Ο. Χουλιαράδων, Π. Σ. Ροδοτοπίου, Π.Λ.Ο. Καλαρρύτες, Π.Σ. Συρρακιωτών) να προσφέρουν ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα. Αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους και κυρίως στους διοργανωτές που φρόντισαν σε δύσκολους καιρούς να οργανώσουν και να φιλοξενήσουν με τον καλύτερο τρόπο όλους τους συμμετέχοντες. Το γλέντι που ακολούθησε με την ορχήστρα του Β. Παπαγεωργίου και η αυθόρμητη συμμετοχή όλων αναδεικνύει τη σημαντική δουλειά που γίνεται στους Συλλόγους, αλλά και την Κληματιά, που ως τόπος γλεντζέδων συνεχίζει μια όμορφη παράδοση.


Κυριακή 5 Ιουλίου 2015 by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...!

Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...!

 


Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...! 
Άλλοι λαλούν απ' το λαιμό
κι άλλοι με τους ζουρνάδες
κι απ' τα βαριά μνημούρια τους
μονάχα οι Χ'λιαράδες.

Τράβα ένα βράδυ παγερό
με φέγγος φεγγαρίσιο,
στην Άγια την Παρασκευή
στο κοιμητήρι οπίσω,

στάξε ρακί στα μνήματα
ν' ανάψουν τα μηλίγγια
να ζεσταθούν τα αίματα
ν' ανοίξουν τα λαρύγκια

και κάτσε και καμάρωσε
παρέα με το γκιώνη
πώς τραγουδούσε η ράτσα μας
και ζήλευε τ' αηδόνι.

Κάτσε και σώπα κι άκουσε
και στάσου κι ακουρμάσου
τη νύχτα και τον Άραχθο
και τα προγονικά σου

κι άκου το χασοφέγγαρο
κι άκου το Γάκη Σιόντη
που γλύκαινε τα κλέφτικα
στη γλώσσα και στο δόντι

κι ύστερα έλα να μου πεις
γι' άλλους τραγουδιστάδες
γι' άλλα κλαρίνα και βιολιά
και γι' άλλους λαλητάδες... 



Πηγή :http://chouliarades.blogspot.com/

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011 by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Χορεύει ο άντρας ο Χ'λιαράς

Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2011



 
(...Ο μερακλής Χ(ου)λιαράς,στη φωτογραφία
επάνω, που χορεύει ψηλά στη Γη των προγόνων του,
νιώθει και είναι θεός, την ώρα που χορεύει....Εξαϋλώνεται.Εξυψώνεται.
Γίνεται ένα με το Θεό και του παραγγέλνει πράματα,
όχι για τον εαυτ
ό του αλλά για τους άλλους,
δυο βήματα απ' τους αγγέλους-κλαριντζήδες που
τους σκορπάει απλόχερα παράδες...)

ΧΟΡΕΥΕΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ Ο Χ'ΛΙΑΡΑΣ

Χορεύει ο άντρας ο Χ'λιαράς
ο μερακλής ο γέροντας.
Λουφάζει απόσκια ο βοριάς,
λουφάζει κι ο Αχέροντας.

Δίνει παράδες στα βιολιά
και στο Θεό παραγγελιά :

-Εδώ που κρούω τ' αριστερό
γερά στη γης το γόνατο,
να ρίξει μπόι ως το βουνό
πεύκο ψηλό, θεόρατο.

Μπροστά που μπήγω το δεξί
χέρι ,στο ηλιόφως μάχαιρα,
να γένει εκκλησιά τρανή
με δεκαοχτώ παράθυρα.

Δίπλα που ο αυλός του κλαριντζή
μερεύει όλα τ' αμέρωτα,
τα νιάτα να 'ρχονται, σπονδή
να κάνουνε στον Έρωτα,

βράδυ-βραδάκι, μυστικά
να σμίγουνε τ' ανάσκελα
κι όπως στραγκίζουν τα κορμιά
να ξεδιψάν' τα διάσελα.
.....................
Χορεύει ο Χ'λιαράς, στητός.
Λεύκες τρανές τα χέρια του.
Κι όσα παράγγειλε, ο Θεός
τα γράφει στα τεφτέρια Του.

Ποιος να 'ναι τώρα που ο χορός
βαστά, απ' τους δυο τους πιο θεός ;
Ο Γιαραμπής στον ουρανό,
ή ο Χ'λιαράς μες στο χορό ;


by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Ξύπνα Περδικομάτα

43.)  Ξύπνα Περδικομάτα

Ξύπνα πέρδικομάτα μου, μωρέ
Κι ηρθά στο μάχαλά σου
Χρυσά πλεξούδια σου ήφερα , μωρέ
Να βάλλεις στα μαλλιά σου
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Κι αν ήρθες καλωσόρισες – κι ας έκανες και κόπο
Ήρθες και μας ομόρφυνες – τον άσχημο τον τόπο
Δεν το ‘ξερα λεβέντη μου – πως είν’ η αφεντιά σου
Να πεταχτώ σαν πέρδικα – να ‘ρθω στην αγκαλιά σου
Πολλά χατίρια μου ‘καμες – κι ακόμα ένα θέλω
Το παραθύρι τ’ ακρινό – βράδυ να μη το κλείσεις
Ωρέ γιατί θε’ να ‘ρθω κόρη – να ‘ρθεις για να μ’ ανοίξεις
Να ‘ρθεις, να ‘ρθεις λεβέντη μου – και ‘γω θε’ να σ’ ανοίξω
Να γίνω γης να με πατάς – γιοφύρι να περάσεις
Να γίνω κι ασημόκουπα – να σε κερνώ να πίνεις
Εσύ να πίνεις το κρασί – και ‘γω να λάμπω μέσα.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Οι πέντε γυιοί του Διγενή


42. Οι πέντε γυιοί του Διγενή
( Τραγουδιέται όπως το Σήμερα θε να κατεβώ )

Οι πέντε γυιοί του Διγενή – κι οι πέντε ανδριωμένοι
Πέντε σελώνουν τ’ άλογο – κ’ οι πέντε καλιγώνουν
Στην Άγια Λένη μη διαβούν – στην Ξάνθη μη περάσουν
Γιατ’ είναι το κακό στοιχειό – που τρώει τ’ς ανδριωμένους
Στην Άγια Λένη πέρασαν – στην Ξάνθη εδιαβήκαν
Και βγαίνει το κακό στοιχειό – που τρώει τ’ς ανδριωμένους
Η νύφη η μικρότερη – στον ύπνο της τους είδε
Απόψε αφεντάκι μου – ύπνο δεν έχω λάβει
Είδα μια κότα κλωσσαριά – που ‘χε πέντε πουλάκια
Χρυσός αϊτός απέρασε – τα πήρε και τα πέντε
Πωπώ ν’ ο μαύρος τι έπαθα – τι πάθαν’ τα παιδιά μου
Γοργά σελώστε τ’ άλογο – να πάω να σεργιανίσω
Και βρίσκω το κακό στοιχεό – πο’ ‘φα’ε τ’ς ανδριωμένους
Δεν ήξερα σταυράδερφε – που ‘ταν παιδιά δικά σου
Έβγαλε και τα ξέρασε – όλο κομμάτια αίμα
Τα τρία βγήκαν ζωντανά – τα δύο πεθαμένα

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Στρουμπούλω

41.  Στρουμπούλω
(Τραγουδιέται όπως το Που ‘σουν πουλί πουλάκι μου)

Στρουμπούλω μου κι αμάν-αμάν
Στρουμπούλω μου στ’ αλώνια σου
Στρουμπούλω μου στ’ αλώνια σου – κι όξω στα περιβόλια σου
Κάθεται νιός κι ανύπαντρος – κι ένας πρωτοπαλλίκαρος
Και τη στρουμπούλω ΄ξέταζε – χίλια φλουριά της έταζε
Στρουμπούλω μ’ που ‘ναι η μάνα σου – που είναι κι ο πατέρας σου
Η μάνα μ’ πάει στην εκκλησιά – πατέρας μου στα μαγαζιά
Τα δυό μ’ αδέρφια τα μικρά – είναι μακριά στην ξενιτιά
Κι έμεινα σπίτι μοναχή – και συντροφιά μου είσαι εσύ.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Στη χώρα στα Τσερίτσαινα

40. Στη χώρα στα Τσερίτσαινα

Στη χώρα στα, γεια σας παιδιά, στη χώρα στα Τσερίτσαινα
Στη χώρα στα Τσερίτσαινα, καινούργια αγάπη έπιασα
Καινούργια αγα- γεια σας παιδιά, καινούργια αγάπη έπιασα
Καινούργια αγάπη έπιασα και ακόμα δε τη φίλησα
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Κι ακόμα δεν τη φίλησα – κι ο κόσμος με κατηγορεί
Κι ο κόσμος με κατηγορεί – κλάψτε ματάκια μ’ κλάψτε με
Κλάψτε ματάκια μ’ κλάψτε με – στη γης να μη σταλάξετε
Στης γης να μη σταλάξετε – στον κόρφο να σταλάξετε
Στον κόρφο να σταλάξετε – να γένει λίμνη με νερό
Να γένει λίμνη με νερό – να γέν’ σερνικοπήγιαλος
Να γέν’ σερνικοπήγιαλος – να πέσω μέσα να πνιγώ
Να πέσω μέσα να πνιγώ – να με ξεσύρει το νερό
Να με ξεσύρει το νερό – κι αλλού να μη με πάϊνε
Κι αλλού να μη με πάϊνε – στη πόρτα της αγάπης μου
Στη πόρτα της αγάπης μου – εκεί χορός να γίνονταν
Εκεί χορός να γίνονταν – να πιάνομουν να χόρευα
Να πιάνομουν να χόρευα – σιμά απ’ την αγάπη μου
Σιμά απ’ την αγάπη μου – κι αρκεί που μπήκα στο χορό
Κι αρκεί που μπήκα στο χορό – κι έπιασα χέρι δροσερό
Κι έπιασα χέρι δροσερό – μάνας και θυγατέρας δυό
Μάνας και θυγατέρας δυό – και στο γυαλό να κατεβώ
Και στο γυαλό να κατεβώ – να πιάσω τον αμάραντο.

by p@p@donk · 0

Ηπειρώτες Μαστόροι

Ηπειρώτες Μάστοροι

Το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής φτιάχτηκε από τους λαϊκούς, ανώνυμους αρχιτέκτονες. Αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, οργανωμένοι σε ομάδες, ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή και έχτιζαν τα κτίρια, τις γέφυρες, τις βρύσες, τους μύλους και κάθε άλλη κατασκευή των παραδοσιακών οικισμών. Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι δημιουργούσαν, σε όλο τον ελληνικό χώρο, εξηγεί, εν μέρει, τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική διαφορετικών περιοχών.

Εδώ μπορείτε να δείτε ένα Ντοκυμαντερ για τα 45 Πέτρινα Γεφύρια της Ηπείρου

Η Ήπειρος είναι κοιτίδα των μαστόρων, οι οποίοι προέρχονται από τρεις περιοχές: τα χωριά της Κόνιτσας, τα Τζουμέρκα και τους Χουλιαράδες. Τα παλιότερα μαστοροχώρια είναι η Πυρσόγιαννη και η Βούρμπιανη (Κόνιτσα). Δεν είναι τυχαίο ότι πατρίδα των μαστόρων αποτελούν τα πιο ορεινά και βραχώδη χωριά, τα οποία δεν έχουν εδάφη κατάλληλα για καλλιέργειες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί τους να στρέφονται στην οικοδομική, κυρίως τέχνη (αλλά και τη ζωγραφική και την ξυλογλυπτική), προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα και να επιβιώσουν. Αντίθετα, χωριά όπως τα βλαχοχώρια - η Κλεισούρα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, το Μέτσοβο, κ.α. χτισμένα κοντά σε κατάλληλα επιλεγμένα βοσκοτόπια (για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας) δεν έδωσαν μαστόρους - η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας εξασφάλιζε την επιβίωση και επομένως δεν γεννούσε την ανάγκη για την ανάπτυξη της οικοδομικής τέχνης.

Εδώ μπορείτε να δείτε ένα Ντοκυμαντερ για τα Γεφύρια της Ηπείρου

Η ζωή στα μαστοροχώρια  ήταν γενικά δύσκολη και φτωχική.  Το επάγγελμα του χτίστη δεν ήταν κερδοφόρο, με εξαίρεση τον πελεκάνο ίσως (πελεκητής της πέτρας) και τον πρωτομάστορα - ο μόνος που μπορούσε να αγοράσει το σιτάρι της χρονιάς και ο πιο μορφωμένος από τους μαστόρους. Οι μαστόροι ήταν τελείως αμόρφωτοι ή είχαν τελειώσει το δημοτικό. Μετά ξεκινούσαν τα ταξίδια. Η αμοιβή των μαστόρων, παραδοσιακά, γινόταν με τη μοιρασιά των κερδών με υπολογισμό τη συμβολή του κάθε ένα σε εργασία, εργαλεία και ζώα. Μεταγενέστερα, η αμοιβή γινόταν με μεροκάματο 

Η οργάνωση των μαστόρων
Οι λαϊκοί οικοδόμοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (συνάφια ή ισνάφια) - μπουλούκια (τούρκικα: Boluk = συντροφιά, λόχος). Οι ονομασίες των συντεχνιών των μαστόρων - χτιστάδων διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στην Ήπειρο ονομάζονται Κουδαραίοι. Οι χτίστες των πέτρινων γεφυριών ειδικά, ονομάζονται κιουπρουλήδες (τούρκικα: Kopru = γεφύρι).
Η μαθητεία στην οικοδομική τέχνη ξεκινούσε από την ηλικία των 15ετών περίπου. Περνούσε από γενιά σε γενιά, στον τόπο της δουλειάς, στα εργαστήρια και στα γιαπιά, υπό την επίβλεψη του αρχιτεχνίτη (πρωτομάστορα). Ταυτόχρονα με τη μαθητεία στο επάγγελμα γινόταν και η πνευματική αγωγή του μαθητευόμενου οικοδόμου. Μάθαινε την τοπική παράδοση και το πως να κρατά και να προσαρμόζει στα έργα του τα ζωντανά στοιχεία της παράδοσης, συμβάλλοντας έτσι στην εξέλιξη και τη συνέχισή της. Μάθαινε επίσης να κατανοεί την πολυπλοκότητα των φυσικών στοιχείων και τις σχέσεις ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και το έργο του. Αυτό του επέτρεπε να κατανοεί καλύτερα τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των δομικών υλικών (τα οποία έπαιρνε από το άμεσο φυσικό περιβάλλον). Συχνά ερχόταν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, εξαιτίας των ταξιδιών, γεγονός που εμπλούτιζε τις γνώσεις του και τον έφερνε σε επαφή με ομότεχνούς του με τους οποίους είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις.

Ιεραρχία και ειδικότητες τεχνιτών
Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός είχε την ευθύνη όλης της ομάδας, της πληρωμής των μισθών, του κλεισίματος των συμφωνιών, των συμβολαίων, της εύρεσης δουλειών, κ.λ.π. Ο πρωτομάστορας ήταν εργολάβος και εργοδότης και συνέταιρος. Ήταν συνήθως και άριστος πελεκάνος - τεχνίτης της πέτρας. Οι πελεκάνοι ήξεραν τις ιδιοτροπίες του υλικού και πως να το χειριστούν, φτιάχνοντας αριστουργήματα. Ο πρωτομάστορας έδινε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του σπιτιού σε συνεργασία με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη. Κυρίως όμως, έπρεπε να είναι καλός στο κουμάντο. Ακολουθούσαν οι τεχνίτες και οι κάλφες (τα τσιράκια). Την ιεραρχία μπορούσε κάποιος να την διαβεί σταδιακά. Η προαγωγή από τη μία βαθμίδα στην επόμενη γινόταν πάντα υπό την αυστηρή επίβλεψη του πρωτομάστορα. Ένα μπουλούκι περιελάμβανε διάφορες ειδικότητες: Πελεκάνος, Χτίστης, Νταμαρτζής ή Μαντεμτζής, Ταβανατζής ή ταβαντζής (μαραγκός), Ασβεστάς, Σκαλιστής, Μπογιατζής, Τσιράκι (Λασποπαίδι). Οι μαραγκοί ήταν αυτοί οι οποίοι έφτιαχναν οποιαδήποτε ξύλινη κατασκευή του κτιρίου (πατώματα, ταβάνια, παράθυρα, πόρτες, έπιπλα, κ.λ.π.). Αν δεν υπήρχαν σκαλιστάδες έκαναν και τα σκαλίσματα. Οι σκαλιστάδες (ταλιαδόροι) έφτιαχναν ξυλόγλυπτα - ταβάνια και μεσάντρες κυρίως στα σπίτια, καθώς και τέμπλα εκκλησιών. Επιπλέον, υπήρχαν και οι ζωγράφοι, οι οποίοι ερχόταν όταν ολοκληρωνόταν η κατασκευή, για να διακοσμήσουν το εσωτερικό του σπιτιού (ξύλινες επιφάνειες, ταβάνια, ντουλάπια, τοίχους, κ.λ.π.). Σημαντικό στοιχείο του μπουλουκιού ήταν και τα ζώα (μουλάρια), τα οποία χρησίμευαν για τη μεταφορά των υλικών (πέτρες από το νταμάρι) και συνόδευαν την ομάδα. Επιπλέον, για τον εξοπλισμό και την κατασκευή των μύλων εργάζονταν ειδικοί μαστόροι, οι σκεπαρνάδες, οι οποίοι προέρχονταν από το Μέτσοβο ή τη Βελτσίστα.

Ο μάστορας δεν μπορούσε να φύγει από το μπουλούκι. Δεν τον προσλάμβανε κανένα άλλο μπουλούκι, σύμφωνα με κρυφή συμφωνία των πρωτομαστόρων. Πολλές φορές υπήρχε κόντρα ανάμεσα στον πρωτομάστορα και τους μαστόρους, με αρνητική επίπτωση στην ποιότητα της δουλειάς. Όμως, πολλοί πρωτομάστορες δούλευαν μαζί με τους μαστόρους και είχαν καλές και δίκαιες σχέσεις μαζί τους. Γινόταν η κατανομή της δουλειάς με τη σύμφωνη γνώμη όλων και το χειμώνα γλεντούσαν όλοι μαζί. Παρά το ότι οι μαστόροι δεν κέρδιζαν ικανοποιητικά χρήματα και πολλοί ήθελαν να φύγουν από τη μαστορική, δεν το έκαναν. Ίσως λόγω της χαμηλής μόρφωσης ή από άλλη αιτία. Αυτοί που αμείβονταν καλύτερα ήταν οι σκαλιστάδες και οι ταλιαδόροι, γιατί δούλευαν σε πλουσιόσπιτα και δεν έμεναν χωρίς δουλειά. Οι ζωγράφοι επίσης αμείβονταν καλά αλλά είχαν λιγότερες δουλειές από τους ταλιαδόρους. Από τους μαστόρους το ψηλότερο μεροκάματο το είχαν οι πελεκάνοι. Φαίνεται ότι η ικανότητα στο χτίσιμο ήταν ως ένα βαθμό έμφυτη - μικρά παιδιά έχτιζαν καλύβες και εικονοστάσια. Οι μαστόροι δούλευαν και σε μεγάλη ηλικία, ακόμα και στα 80 τους χρόνια. Τα τεχνικά μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ απλά, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο την αξιοσύνη τους.

Ο θεσμός των συντεχνιών έχει πολύ παλιές ρίζες - και συνεχίστηκε και κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο θεσμός εξυπηρετούσε τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με έναν υπεύθυνο για την είσπραξη φόρων ή την γρήγορη δημιουργία τεχνικών έργων (σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, κ.λ.π.). Στις διάφορες πόλεις και τα χωριά υπήρχαν τα βιοτεχνικά συνάφια, τα οποία ενίοτε συνενώνονταν σε μεγαλύτερα (σε ευρύτερες περιοχές) έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται πιο αποδοτικά και να μονοπωλούν τα έργα. Το ισνάφι των μαστόρων - χτιστάδων στα Γιάννενα ήταν το πιο πολυάριθμο της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μαστόρους (Χατζημιχάλη 1953).

Η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων
Ένα πολύ ιδιαίτερο στοιχείο των μαστόρων ήταν η μυστική, συνθηματική γλώσσα την οποία έφτιαχναν, χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους και μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Η γενεσιουργός αιτία αυτού του τρόπου επικοινωνίας ανάγεται στην φτώχεια και την ανάγκη των ανθρώπων αυτών να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση της οικογένειας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η εργασία τους αποτελούσε το μοναδικό μέσο συντήρησης των οικογενειών τους - γυναίκες, παιδιά, γονείς, γέροι, άρρωστοι, συνεπώς αυτή έπρεπε να προστατευθεί, να παραμείνει δηλαδή γνωστή η τέχνη ανάμεσα στην ομάδα, στην συντεχνία. Να μη μαθευτούν τα μυστικά σε πολλούς και διεκδικήσουν περισσότεροι τη δουλειά. Η μυστική επαγγελματική γλώσσα δικαιολογεί και την εξειδίκευση ενός ολόκληρου χωριού στο επάγγελμα του μάστορα - χτίστη (έτσι μόνο μπορούσε να παραμένει μυστική η γλώσσα).
Η ανάγκη λοιπόν των μαστόρων να επικοινωνούν μυστικά μεταξύ τους, δίχως να επιτρέπουν σε κάποιον έξω από το συνάφι να διεισδύσει στα μυστικά της δουλειάς τους οδήγησε στη δημιουργία συντεχνιακών διαλέκτων - τα κουδαρίτικα ή κουδαραίϊκα.

Έθιμα των μαστόρων
Όταν οι χτίστες τελείωναν το σκάψιμο των θεμελίων και τοποθετούσαν το πρώτο αγκωνάρι σφάζανε ένα κουρμπάνι (ζώο) για να γίνει το αντέτι (για το καλό). Συχνότερα έσφαζαν έναν κόκορα. Καμιά φορά έσφαζαν τέσσερις κόκορες, στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, για να στεριώσει καλύτερα. Από το σφαγμένο ζώο δεν έτρωγαν ποτέ οι νοικοκύρηδες του σπιτιού (το είχαν για κακό) - μόνο το συνάφι.
Συχνά έριχναν και νομίσματα, χάλκινα ή ασημένια, πάνω στα θεμέλια για να βροντίσουν τα καλορίζικα. Τα νομίσματα τα έπαιρνε ο πρωτομάστορας (αφού άφηνε μερικά στα θεμέλια).
Όσο καιρό διαρκούσε η θεμελίωση του σπιτιού, οι νοικοκυραίοι δεν κοιμόταν από φόβο μήπως εχθροί τους ρίξουν μάγια στα θεμέλια. Φρουρούσαν το σπίτι νύχτα - μέρα.
Οι γυναίκες έκοβαν κλαδιά κρανιάς και τα κρεμούσαν πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού για να είναι γεροί σαν την κρανιά οι άντρες στο ταξίδι και να γυρίσουν γεροί.
Τα μπαξίσια ή το ρίξιμο των μαντηλιών ή τα μανδηλώματα, ήταν έθιμο με το οποίο μάζευαν δώρα από όλο το χωριό, όταν, αφού τελείωναν τη στέγη, ύψωναν δύο πρόχειρους σταυρούς στολισμένους με λουλούδια και τέντωναν σχοινί ανάμεσά τους. Στο σχοινί κρεμούσαν τα δώρα, συνήθως μαντήλια ή ρούχα.
Με το τελείωμα του σπιτιού το έθιμο επέβαλε το ζιαφέτι - πλούσιο γεύμα με σφαχτό.

Τα ταξίδια των μαστόρων (προορισμοί, διάρκεια, τελετουργικό, αναχώρηση - επιστροφή)
Οι μαστόροι ταξίδευαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το που ταξίδευαν είναι σημαντικό γιατί εξηγεί τις επιρροές που δέχονταν. Διαπιστώνεται ότι το τοπικό περιβάλλον επιδρά στον τρόπο χτισίματος, γεγονός που σημαίνει ότι μάλλον δεν υπήρχαν "σχολές" αλλά προσαρμογή των μαστόρων στις τοπικές συνθήκες. Οι ομάδες των μαστόρων - χτιστάδων ξεκινούσαν το ταξίδι τους αμέσως μετά την Αποκριά. Η δουλειά είχε από πριν συμφωνηθεί από τον πρωτομάστορα. Η αποδημία διαρκούσε μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη περίπου, οπότε η ομάδα επέστρεφε στο χωριό. Η ομάδα ξεκινούσε πριν τα ξημερώματα. Όλοι οι συγγενείς ακολουθούσαν μέχρι την άκρη του δρόμου για να τους ξεπροβοδίσουν. Όταν η ομάδα χάνονταν, η οικογένεια επέστρεφε στο χωριό. Στο γυρισμό, οι γυναίκες άφηναν να τρέχει νερό στο δρόμο, για να αφήσει χνάρια - σύμφωνα με το έθιμο - ώστε να βρει ο αφέντης το δρόμο να γυρίσει πίσω. Η αναχώρηση του μπουλουκιού ήταν συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός, ενώ η επιστροφή του αντίθετα, εξαιρετικά χαρούμενο. Η ημερομηνία του γυρισμού ήταν γνωστή. Όλο το χωριό περιμένει να υποδεχτεί την ομάδα, με χαρές, τραγούδια, γλέντι και φαγητό. Οι μαστόροι επιστρέφουν με δώρα για την οικογένεια - φουστάνι για τη γυναίκα, τσαρούχια για το γιο, μαντήλι για την κόρη. Μαζί φέρνουν και τον γκόρο (μεγάλο βόδι για το κρέας του χειμώνα).
Οι διαδρομές των μαστόρων έχουν σημασία γιατί φανερώνουν τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται οι τοπικές τεχνικές χτισίματος, η τοπική μορφολογία των κτισμάτων, οι επιρροές οι οποίες μεταφέρονται από ξένες περιοχές. Συνήθως όμως οι μαστόροι έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου τους, τα υλικά που έβρισκαν στον τόπο του έργου και τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη.

Στην Πυρσόγιαννη λειτουργεί το Εθνολογικό Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων. Στο μουσείο υπάρχει σπάνιο υλικό από την καθημερινή ζωή των μαστόρων, τις συνθήκες της δουλειάς τους και τα ταξίδια τους. Υπάρχουν πάνω από 2.000 αποτυπώσεις, σχέδια και φωτογραφίες των κατασκευών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Περιλαμβάνει επίσης κιτάπια και συμφωνητικά δουλειάς, τεφτέρια λογαριασμών για τα μεροκάματα, ομόλογα και συναλλαγματικές, διαβατήρια, προσωπικά ημερολόγια και αλληλογραφία με την οικογένεια, καθώς και παλιά εργαλεία, σχέδια εργαλείων και σχέδια χρήσης τους με σημειώσεις και παρατηρήσεις παλιών μαστόρων. Επίσης χαρτογραφήσεις δρομολογίων των μπουλουκιών με βάση τις μαρτυρίες παλιών μαστόρων και κυρατζήδων (μεταφορέων).
Εδώ μπορείτε να δείτε ένα Ντοκυμαντερ για τα μπουλούκια των Κουδαραίων της Κόνιτσας 

Βιβλιογραφία
Χρηστίδης Β. (1994). Η αρχιτεκτονική του χωριού Κουκούλι Ζαγορίου. Τόμος Α. Οι μαστόροι, σελ. 323 - 349. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1967). Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας. Εκδ. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Αθήνα.
Νιτσιάκος Βασ. (1994). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας. εκδ. Πλέθρον. Σειρά Λαϊκός πολιτισμός/ τοπικές κοινωνίες. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1993). Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας. 15ος - 19ος αι. Εκδ. Παρατηρητής. Θεσσαλονίκη.
Τζελέπης Π. (1997). Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική. Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.
Χατζημιχάλη Αγγ. (1953). Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - τα Ισνάφια. Αθήνα.
Γκράσσος Γ. Η λαϊκή αρχιτεκτονική και το ανθρωπογενές περιβάλλον ως θέμα για το σχολικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας Πηλίου. Δημοσίευση στο 1ο Συνέδριο Σχολικής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Σεπτέμβριος 2005.
Μαμμόπουλος Α. (1973). Λαϊκή Αρχιτεκτονική: Ηπειρώτες μάστοροι και γεφύρια. Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρίας Αθηνών. Αθήνα.
Μπογδανόπουλος Δ. (1952). Τα κουδαρίτικα. Περιοδικό Ηπειρωτική Εστία. Τόμος 1, τεύχος 7, σ. 685 - 688.
Μάργαρης Β. (2007). Κόνιτσα. Τα ξακουστά μαστοροχώρια. Γιάννενα.
Παπασταύρου Χρ., Παπαχαρίσης Αθ., Σούλης Χρ., Φαλτάιτς Κ. (2007). Συνθηματικά γλωσσάρια Ηπειρωτών τεχνιτών. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννενα.
Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Μαστοροχώρια. Οι εραστές της πέτρας. Τεύχος 89, σελ. 84. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

by p@p@donk · 0

Τοπικοί Διάλεκτοι: Κουδαρίτικα Τζουμέρκων

ΤΑ ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ ΤΩΝ ΧΟΥΛΙΑΡΟΧΩΡΙΩΝ
ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
ΤΩΝ ΚΤΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΧΟΥΛΙΑΡΟΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΥΠΟ
ΧΡΙΣΤΟΥ Ι. ΣΟΥΛΗ
Καθηγητού εν τω διδασκαλείω Ιωαννίνων
Αφιερώνονται στον κ. Δ. Σάρρο, που πρώτος εμελέτησε
τας συνθηματικάς γλώσσας της Ηπείρου

Τα Κουδαρίτικα είναι η συνθηματική γλώσσα των "κουδαραίων" δηλαδή των κτιστών των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου. Κουδαρίτικα με διαφορές απαντώνται και στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Συναντώνται επίσης σους κτίστες των Τζουμέρκων καθώς και στην Μακεδονία και στην Θράκη. Μετά τις απόκρεως της Μεγ. Τεσσαρακοστής οι μαστόροι της Ηπείρου απέρχονται των χωρίων των προς εξεύρεσιν εργασίας, ως επί το πλείστον κατά. "μπουλούκια", ή "παρέες".
Χαρακτηριστική είναι των μαστόρων η φιλοσκωμμοσύνη, το φιλοπαίγνιον, η ευφυολογία και η χοντρή σάτυρα. Ο λαός τους θεωρεί φιλήσυχους, νομοταγείς και σκληραγωγημένους, έτι δε και πολυφάγους, διο και λέει παροιμιωδώς "τρώει σαν μάστορας". Το γλωσσάρι κατεγράφη καθ' υπαγόρευσιν των εκ Χουλιαράδων μαστόρων Βας. Γεωργούλη, Κώστα Γεωργούλη, Ιωάννου Γεωργούλη και Βας. Μασαλά. Όσαι λέξεις απαντούν και εις το υπό Του κ. Δ. Σάρρου γλωσσάριον εσημειώθηκαν με το Σ.
*Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από το κείμενο
που δημοσιεύθηκε στα "Ηπειρωτικα Χρονικά"
τεύχος Γ' έτος 1928





by p@p@donk · 0

Τοπικοί Διάλεκτοι: Μπουκαραίικα Τζουμέρκων

ΤΑ "ΜΠΟΥΚΟΥΡΑΙΙΚΑ" ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΤΩΝ ΡΑΦΤΑΔΩΝ
ΤΩΝ ΣΧΩΡΕΤΣΑΝΩΝ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
ΥΠΟ
ΧΡΙΣΤΟΥ Ι. ΣΟΥΛΗ
Καθηγητού του εν Ιωαννίνοις Β΄ Γυμνασίου
…Τα "μπουκουραίικα" είναι συνθηματική γλώσσα των ραφτάδων των Τζουμέρκων. Υπό των ιδίων ονομάζονται "ξτονιάτικα" υπό δε των άλλων, των μη ραφτάδων, "ραφτάτ'κα". Πατρίς των "μπουκουραίικων" είναι τα Σχωρτσένα, Καταράκτης ήδη επονομασθέντα, χωρίον έχον 200 οικογενείας και κείμενον εις την δυτικήν πλευράν των Τζουμέρκων. Εκείθεν μετεδόθηκαν μετέπειτα και εις τους ραφτάδες των Αγράφων, του Βάλτου, του Ξηρομέρου και της Ηπείρου. Εκεί συνάντησα τον ράπτην Δημ. Ντίλζαν γέροντα ηλικίας 66 ετών, ο οποίος έχασε την όρασίν του κεντώντας και σεραδιάζοντας πισλιά και σταυρωτά και σιγγούνια και … Εις ερώτησίν μου πόθεν έμαθε την γλώσσαν ταύτην και ποιος την έφκειασεν, ο απλοϊκός γέρο-Ντίλζας με την συνήθη εις την βόρειον ελληνικήν διάλεκτον προφοράν μου είπε:
"Ιδώ στα Σχουρέτσανα τν έμαθα απ' τα παππούδις μ'. Τα μπουκουραίικα τα φτειάξαν οι Σχουρετσανίτες οι ραφτάδες μουνάχ' τς για να μη τς καταλαβαίν' νε οι γιάλλ' . Τς πιρσοτιρις τς λέξεις τς πήραν απ' τα βλάχ'κα, γιατί τν τέχν' οι παππούδις μας τνι μάθαν π' τς Βλάχ'ς π' τ' Συρράκ' κι τς Καλαρρύτις…. Τελευτών οφείλω να εκφράσω χάριτας εις τους κ.κ. Γ. Καψάλην , καθηγητήν του Ελληνικού Σχολείου Αγνάντων, και Γ. Σακκάν και Αθ. Πολίτην, υπολοχαγούς, άπαντας κατοίκους Σχωρετσάνων δια την συνδρομήν, ην μοι παρέσχον δια την καταγραφήν του κατωτέρω λεξιλογίου, ως και τον κ. Γ. μουλαράν, καθηγητήν, τη βοηθεία του οποίου ασημειώθηκαν αι συγγενείς βλάχικαι λέξεις.
*Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από το κείμενο
που δημοσιεύθηκε στα "Ηπειρωτικα Χρονικά"
τεύχος Γ' έτος 1928









by p@p@donk · 0

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Δήμος

16. Δήμος

Αυτά τα μάτια σ’ Δήμο μ’ τ’ ‘αμορφα
Τα φρύδια σ’ τα γραμμένα, μωρ’ γεια σ’ αγάπη μου
Τα φρύδια σ’ τα γραμμένα σε κλαιν’ τα μάτια μου
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Αυτά με κάνουν κι αρρωσταίνω – και πέφτω να πεθάνω
Για πάρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σου – και κόψε το λαιμό μου
Και μάσε Δήμο μ’ και το αίμα μου – σ’ ένα χρυσό μαντήλι
Και παρ’ το Δήμο μ’ και γκιζέρατο – σ’ όλα τα βιλαέτια
Κι αν σε ρωτήσουν Δήμο μ’ τι εχς’ αυτού – το αίμα της αγάπης.

Κυριακή 3 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Γιωργάκης

17.  Γιωργάκης

Μεσ’ του Γιωργάκη την αυλή, Γιωργάκη, Γιωργάκη
Πολλοί ήταν μαζεμένοι Γιωργάκη μ’ και λεβέντη.
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Πολλά τουφέκια έπεφταν – και φοβερά βρουτάνε
Μήνα σε γάμο έπεφταν – μήνα σε πανηγύρι
Ουδέ σε γάμο έπεφταν – ουδέ σε πανηγύρι
Μον’ έπεφταν στον πόλεμο – που πολεμάν’ οι κλέφτες
Λαβώσαν τη Γιωργάκαινα – στο χέρι και στο γόνα
Και στο μικρό της δάχτυλο – που ‘χε τον αρραβώνα
Που ‘χε τον αρραβώνες δώδεκα – και δαχτυλίδια δέκα
Γιωργάκης την ερώταγε – Γιωργάκης τη ρωτάει
Γιωργάκαινα πως βρίσκεσαι – πως νιώθεις τους γεράδες
Να πάω να φέρω τους γιατρούς – γιατρούς να σε γιατρέψουν
Εγώ για δε γιατρεύομαι – και γιατρενούς δεν έχω
Γιωργάκη μου κι αν παντρευτείς – για κι άλλ’ γυναίκα πάρεις
Να μ’ όχεις έννοια τα παιδιά – τα καλομαθημένα
Το βράδι σκούζουν για ψωμί – τη νύχτα για τη μάνα
Κ’ ίσια με τα χαράματα – σκούζουν και δε μερώνουν


by p@p@donk · 0

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Σήμερα θε να κατεβώ

6. Σήμερα θε να κατεβώ (Πασχαλινό, της αγάπης – για τον αρραβωνιασμένο)

Σημέρα θε— σημέρα θελ’ να κατεβώ –νο
Σημέρα θε να κατεβώ κατώ σε κρύες βρύσες
Κατώ σε κρύες βρύσες, κατώ σε κρύες βρύσες
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Για να βρω την αγάπη μου – να την πολοσκανιάσω
Οπ’ ούβρα κι αρραβώνιασσα – να βρει κι αυτή να πάρει
Κι αν θέλει κι αν καταδεχτεί – νουνά να στεφανώσει
Σαν το ‘μαθε η αγάπη μου – βαλάντως’ η καρδιά της
Τρεις μέρες εσυντάζουταν – τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Βάνει τα στέφανα χρυσά – και τα κεριά ασημένια
Και το στεφανοσκέπασμα – ολό μαργαριτάρι
Σαν έκαμε και κίνησε – σαν καν’ και ξεκινάει
Την είδε η γης κι ατρόμαξε – και τα βουνά κι σειούνται
Την είδε κι ο κυριγαμπρός – και ‘πεσε να πεθάνει
Παππά μ’ ν’ αλλάξεις τα χαρτιά – ν’ αλλάξεις τα στεφάνια
Να γεν’ η νύφη μας νουνά – και η νουνά νυφούλα

( Τα κείμενα που σχετίζονται με την παράδοση των χωριών των Τζουμέρκων και ειδικότερα των Χουλιαράδων είναι βασισμένα στη δουλεία της Φιλολόγου Μαρίας Παπαθανασίου – Παπαντωνίου )

Σάββατο 2 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Να είχα νεράτζι να 'ριχνα

15. Να είχα νεράτζι να ‘ριχνα

Να ειχά νερά – είχα νεράτζι να ‘ριχνα ρόιδο μου
Να ειχά νεράτζι να – να ‘ριχνα στο πέ – μωρέ στο πέρα παραθύρι
Να τσάκιζα – τσάκιζα το μαστραπά ρόιδο μου
Να τσάκιζα το μαστραπά –να πο’ χει μωρέ πο’ χει το καριοφύλλι
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Ο μαστραπάς ραϊστηκε – το καριοφύλι χύθηκε
Να χύνονταν να νίβομουν – στα μάτια και στα φρύδια
Στο παραθύρι κάθονταν – μάνα και θυγατέρα
Η μάνα κένταε την ποδιά – κ’ η κόρη το μαντήλι
Το μαντηλάκι που κεντάς – σ’ εμένα να το δώσεις
Για να το ζώσω στο σπαθί – στ’ ασημοχάντζαρό μου
Παρασκευή της το ‘λεγε – Σαββάτο το κεντάει
Την Κυρριακίτσα το πρωί – βάνει και του το στέλνει
Στα γόνατα του το ‘βαλε – και το συχνορωτάει
Για πες μου μαντηλάκι μου – αν μ’ αγαπάει η κυρά σου
Σαν θάλασσα βουρλίζεται – σαν κύμα έρνει ο νους της
Πως τρέχει η βρύση νερό – τα μάτια της δακρύζουν
Πως τρέμει το καριόφυλλο – ψηλά στην καρνοπούλα
Έτσι έτρεμε η καρδούλα της – για ‘σενα το λεβέντη


by p@p@donk · 0

Τραγούδια των Τζουμέρκων: Γραμματικός

9. Γραμματικός  ( Κοινωνική Θέση )

Γραμματικός, γραμματικέ, γραμματικός βαρέθηκε
Γραμμάτη και λεβέντη σε μαυρομάτας πόρτα
Και χύθηκαν γραμματικέ και χύθηκαν τα αίματα.
Γραμμάτη και λεβέντη σε γαληνό ποτάμι
Κ’ η μάνατου τα μάζευε σ’ ένα χρυσό λιγένι
Στα γόνατά της το ‘βαλε και το συχνορωτάει
Δε στο ‘λεγα γραμματικέ, δε στο ‘λεγα παιδί μου
Αρνείσ’ από τις όμορφες κι από τις μαυρομάτες
Αρνείσ’ από την πανουριά την αγαπητικιά σου
Πως ν’ αρνηθώ τις όμορφες κι αυτές τις μαυρομάτες
Πως ν’ αρνηθώ την πανουριά την αγαπητικιά μου
Την έχω χρόνια τέσσερα την έχω χρόνια πέντε
Και τώρα το ‘χω σε ντροπή να πάω να τη χωρίσω

( Τα κείμενα που σχετίζονται με την παράδοση των χωριών των Τζουμέρκων και ειδικότερα των Χουλιαράδων είναι βασισμένα στη δουλειά της Φιλολόγου Μαρίας Παπαθανασίου – Παπαντωνίου )

by p@p@donk · 0