Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά Στοιχεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά Στοιχεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Χ.Ο.Χ (κλίκ εδώ)




                                            ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΔΩΝ

Οι Χουλιαράδες είναι ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων, ανήκει στο δήμο βορείων Τζουμέρκων και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού , κοντά στη συμβολή των ποταμών Αράχθου και Καλαρίτικου.
Αποτελούσε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο μια ζωντανή κοινότητα με πλούσια πολιτιστική παράδοση.
Το χωριό είναι γνωστό για την τραγουδιστική του παράδοση , στο παρελθόν ανέδειξε τον τραγουδιστή Γάκη Σόντη ο οποίος το 1930 ηχογραφήθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο της Μέλπως Μερλιέ, ενώ στις μέρες μας ο Γιάννης Παπακώστας είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους ηπειρώτες τραγουδιστές και κατάγεται από τούς Χουλιαράδες.
Την τοπική παράδοση την χαρακτηρίζουν τα αρχέγονα χορευτικά μοτίβα και ο παλιός τραγουδιστικός τρόπος, αλλά και η δυναμική , η αφομοίωση νέων στοιχείων που αναδεικνύουν μια κοινότητα ανοιχτή στον ευρύτερο πανελλήνιο χώρο.
Στην τοπική πολιτιστική παράδοση ενσωματώνονται νέα στοιχεία, μετασχηματίζονται και δημιουργούν μια διακριτή μουσικοχορευτική παράδοση που την χαρακτηρίζει ο αυθορμητισμός και ο αυτοσχεδιασμός, στοιχεία τα οποία είναι έκδηλα στις περιστάσεις του γλεντιού .
Ο λιτός δωρικός τρόπος φανερώνεται στο χορό «Κύκλες» που αναβιώνει στην πλατεία του χωριού κάθε καλοκαίρι στις 9 Σεπτεμβρίου.
Οι κύκλες αποτελούν ένα τελετουργικό χορό με συμβολικό κυρίως χαρακτήρα. Παλιότερα αλλά και σήμερα η λειτουργική του αξία επικεντρώνεται στην αναδιαπραγμάτευση μέσω του εθίμου της ταυτότητας και συνάμα της ετερότητας  των ανθρώπων που έλκουν την καταγωγή τους απ’ το χωριό.
Παρόλα αυτά στη συνείδηση των κατοίκων το έθιμο συνδέεται ευθέως με την συμμετοχή των Τζουμερκιωτών στους απελευθερωτικούς αγώνες κατά την Οθωμανική κυριαρχία. Μια εκδοχή που αναπαράγει η τοπική προφορική παράδοση μέχρι σήμερα .
Ο Χορευτικός Όμιλος Χουλιαράδων αναβιώνει από το 1993 την τοπική αλλά και την ευρύτερη μουσικοχορευτική παράδοση με διοργανώσεις και συμμετοχές σε πολλές εκδηλώσεις,φεστιβάλ,  θεατρικές ομάδες κ.α  τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, και συμβάλλει με προτάσεις και δράσεις στον πολιτισμό.

Χοροδιδάσκαλος: Βασίλης Ράπτης
Πρόεδρος του Συλλόγου: Αλέκος Θεοχάρης
xoreftikos.omilos.xouliaradon@gmail.com

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013 by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

"ΥΜΝΟΣ"


Νάημουν   πουλί  να  πέταγα                       Στον   Αμυαλό  να  στέκομαι
τους   κάμπους,  τις  κοιλάδες,                    λιγάκι   ν’  ανασάνω
να  πάω  να  φτιάσω  μια  φωλιά                 και   μ’  όλους  τους  περαστικούς
ψηλά  στους  Χουλιαράδες.                         κουβέντα  για  να  πιάνω.

Να  πίνω  γάργαρο  νερό                             Να λεν  αυτοί  τον  πόνο  τους
στης  Λεμονιάς  τη  βρύση                          για  δόξες  που  περάσαν,
μακριά  απ’ της  πόλης  τη  βοή                  κι  εγώ  γλυκά  να  απαντώ
και  των  ανθρώπων  μίση.                          πως  τίποτα  δε  χάσαν.

Χαράματα  να  κελαηδώ                              Γιατί   ετούτο  το  χωριό
μπροστά  στην  εκκλησία,                           μ’  ένα  παλάτι  μοιάζει,
για  να  γεμίζει  το  χωριό                            π’  αγάπη  μα  και  λευτεριά
χαρά  και  ευτυχία.                                      στους  κόλπους  του  φωλιάζει.

Να  τρέχω  μια  στον  Αηλιά,                      Δεν  το  τρομάζει  το  κακό,
την  άλλη  στο  Κλαράκι,                            όπου  τις  πόλεις  γδύνει,
να  διώχνω  κάθε  βάσανο                           σ’  αυτό  δεσπόζει  η  ομορφιά,
κι   ανθρώπινο   μεράκι.                              ομόνοια   και   γαλήνη.



                                           Τιμή  σ’  αυτούς  που  μπόρεσαν
                                           παράδεισο  να  φτιάξουν,
                                           ετούτη  τη  μικρή   γωνιά
                                           και  μέσα  της  ν’  αράξουν.


                                   ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/anthony.mastorakis



                             

Τρίτη 15 Μαΐου 2012 by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Τραγούδια και Χοροί της Ηπείρου

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκπομπή "Μουσική Παράδοση" που είναι αφιερωμένη στην Ήπειρο και στους μουσικούς σκοπούς της μέσω του Ψηφιακού Αρχείου της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης.



Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012 by p@p@donk · 0

Ηπειρώτικος Γάμος στο Ντενίσκο - Αετομηλίτσα Ηπείρου

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να παρακολουθήσετε από το Ιστορικό Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης ένα Ντοκυμαντέρ για τον Ηπειρώτικο Γάμο και τα έθιμά του κια πιο συγκεκριμένα τα έθιμα απο το χωριό Ντενίσκο - Αετομηλίτσα Ιωαννίνων.

by p@p@donk · 0

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Τραγικό δυστύχημα στο Τσίμοβο στις 22 Δεκέμβρη 1958

Η συγκλονιστική αφήγηση μιας γυναίκας που επέζησε απ' το τραγικό δυστύχημα στο Τσίμοβο στις 22 Δεκέμβρη 1958


                                                                        Γράφει ο Βασίλης Κίστης

«Πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων και θα πήγαινα στο χωριό μου τους Χουλιαράδες. Ήμουν τότε 17 στα 18 μου χρόνια Δεν ανέβηκα την προηγούμενη ημέρα γιατί δεν είχα γυναικεία παρέα και ξέρετε την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να ταξιδέψει μια γυναίκα ανύπαντρη μόνη της σε τόσους άντρες. Μιας και κανόνισα με την κουμπάρα μου η οποία λέγονταν Όλγα Μαστοράκη, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε την Δευτέρα 22 Δεκέμβρη του έτους 1958 το πρωί. Μάλιστα τα εισιτήρια μου τα είχε κλείσει εκείνη».
Έτσι ξεκινάει την αφήγησή της η 75 χρονη πλέον Σταυρούλα Κωνσταντινίδη-Βράνου για να μας εξιστορήσει το μοιραίο δρομολόγιο της ημέρας εκείνης. Της ημέρας που παραμονές Χριστουγέννων «βύθισε» σε πένθος τα χωριά των Τζουμέρκων και κυρίως το Πετροβούνι, τους Χουλιαράδες, το Μιχαλίτσι, την Πράμαντα και το Ματσούκι.
«Δευτέρα πρωί πήγαμε στο πρακτορείο του ΚΤΕΛ Ιωαννίνων για τα χωριά μας που τότε βρισκόντανε ακριβώς πίσω απ’ το τζαμί της Καλούτσιανης. Ήταν νωρίς το πρωί γύρω στις 7 η ώρα. Το λεωφορείο ήταν μικρό με 24 θέσεις. Να διευκρινίσω ότι τα δρομολόγια τότε ήταν δύο, ένα πρωινό και ένα απογευματινό. Εμείς όπως και όλοι οι αδικοχαμένοι επιλέξαμε το πρωινό δρομολόγιο, αγνοώντας τα παιχνίδια της μοίρας.
Το λεωφορείο σχεδόν γέμισε και ξεκινήσαμε για το μοιραίο και τελευταίο για πολλούς ταξίδι.
Στο Χαροκόπι όμως το λεωφορείο σταμάτησε να πάρει κι άλλους επιβάτες και θυμάμαι ότι μόλις το αυτοκίνητο γέμισε ο οδηγός δεν ήθελε να πάρει τους πλεονάζοντες, αλλά αυτοί επέμεναν και τελικά έπεισαν τον οδηγό και τον εισπράκτορα να τους μεταφέρουν. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν βρεθεί σε γάμο στο Χαροκόπι και ασφαλώς ήθελαν να ταξιδέψουν και να φτάσουν στα χωριά τους. Μετά από πολλά παρακάλια, ο οδηγός δέχτηκε τελικά να τους πάρει και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχανε γεμίσει τον διάδρομο βάζοντας καρεκλάκια για να καθίσουν.
Φτάνοντας στο Τσίμποβο στο ποτάμι, συναντήσαμε κι άλλον έναν χωριανό μας τον Κώστα Σιόντη ο οποίος σταμάτησε το λεωφορείο αλλά ο οδηγός δεν τον πήρε.
Παίρνοντας όμως τις ανηφόρες με τα πέταλα το λεωφορείο, τον ξανασυναντά στο επόμενο πέταλο καθώς αυτός με πεζοπορία «έκοβε» δρόμο και κατάφερνε με κόπο να βρεθεί πάλι μπροστά απ’ το λεωφορείο. Αλλά και πάλι ο οδηγός δεν τον πήρε, μέχρι να ξανασυναντηθούν στο αμέσως επόμενο πέταλο και τελικά να πείσει τον οδηγό κατάκοπος όπως ήταν να τον πάρει κι αυτόν. Τι να πώ…. Αυτός ο άνθρωπος κυνηγούσε την μοίρα του. Χίλιες φορές να μην τον είχε πάρει, τώρα θα ζούσε ο άνθρωπος. Λίγα πέταλα ακόμη του απέμειναν για να φτάσει, κάτι λιγότερο από 1000 μέτρα. Τι να πει κανείς… έτσι ήθελε ο Θεός»
Είναι η πρώτη φορά που η κα Σταυρούλα παίρνει βαθιά ανάσα, καθώς οι θύμησες της φέρνουν θλίψη, συμπόνοια για τους συγγενείς που έχασαν τους ανθρώπους τους, θυμό για όλα όσα συνέβησαν  την ημέρα εκείνη.
«Έτσι συνολικά πριν την μοιραία στροφή οι επιβαίνοντες στο λεωφορείο έγιναν 34 άτομα μαζί με τον οδηγό και τον εισπράκτορα. Φανταστείτε σε 24 ατόμων λεωφορείο ήμασταν 34 άτομα. Το δρομολόγιο τότε γινόντανε μέχρι το χάνι του Μήτσου Βαγγέλη που βρισκόντανε στον Κέδρο. Η ώρα πρέπει να πλησίαζε τις 9 με 9.30 το πρωί και ήταν μια ηλιόλουστη μέρα.
Στην μοιραία λοιπόν στροφή, λίγο πριν φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας και λόγω του ότι ο δρόμος τότε ήταν πιο στενός από τώρα, το λεωφορείο δεν κατάφερε να πάρει αμέσως την στροφή και χρειαζόντανε να κάνει μανούβρα. Ο εισπράκτορας προσπαθούσε τότε να κατευθύνει τον οδηγό και κατέβηκε με σκοπό να βάλει μια πέτρα στους πίσω τροχούς του αυτοκινήτου και την κρατούσε στα χέρια του αλλά….. Ξαφνικά όπως ήμουν και σχετικά αφηρημένη, δεν κατάλαβα τι γινόντανε εκείνη την στιγμή. Ακούω την κουμπάρα μου και χωριανή μου που φώναξε «Μωρέ τι πάθαμε…» και τότε το λεωφορείο σηκώθηκε σχεδόν αμέσως στις πίσω ρόδες. Εμείς οι δύο με την κουμπάρα μου, καθόμασταν στις πρώτες θέσεις και εγώ χωρίς να καταλάβω τίποτε και ασυνείδητα, όπως φώναξε η κουμπάρα μου, σηκώθηκα όρθια  και βρέθηκα έξω απ’ το λεωφορείο απ’ την ανοικτή πόρτα που είχε αφήσει ο εισπράκτορας. Χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να πηδήξω απ’ αυτό. Το μόνο που θυμάμαι απ’ αυτήν την στιγμή είναι ότι μόλις σήκωσα το κεφάλι αφότου βρέθηκα έξω απ΄το λεωφορείο είναι οι τέσσερις ρόδες του. Είχε ήδη αναποδογυρίσει. Με είχα δε χτυπήσει λίγο στο πόδι μου, δεν ξέρω πώς.
Όπως κατάλαβα αργότερα, πρέπει το λεωφορείο να βρήκε μπάζα στις πίσω ρόδες, και όπως ήταν και μεγάλη κατηφόρα, ξέφυγε απ’ τον έλεγχο του οδηγού και ξεκίνησε να αναποδογυρίζει».
Δεύτερη πιο μεγάλη παύση για την κα Σταυρούλα. Το κεφάλι της χαμηλωμένο και η ταραχή της θύμησης του ατυχήματος έντονα εκδηλωμένη στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της.
Ο Άραχθος απ' το σημείο του δυστυχήματος
«Αρκεστήκαμε μέσα στην ταραχή μας να βλέπουμε το λεωφορείο να κατευθύνεται όπως αναποδογύριζε προς το ποτάμι. ΄΄Τι πάθαμε …΄΄  λέω στον εισπράκτορα και μου απαντά ΄΄εμείς δεν πάθαμε τίποτε, αλλοίμονο στον κόσμο΄΄  
Και ξαφνικά τον έχασα τον εισπράκτορα. Πήρε τον κατήφορο πίσω απ’ το λεωφορείο. Αυτό είχε αρχίσει να διαλύεται πέφτοντας. Στο πρώτο κτύπημα στον τοίχο που υπήρχε πετάχτηκε κι ένας άντρας ουσιαστικά στο κενό αλλά αυτός σώθηκε γιατί σκάλωσε σε κάτι πουρνάρια. Κι όπως διαλύονταν το λεωφορείο άψυχα κορμιά άρχισαν να διασκορπίζονται δεξιά και αριστερά. Η ταραχή μας ήταν πολύ μεγάλη. Εγώ τα είχα τόσο χαμένα που άρχισα να μαζεύω τις φουρκέτες που μου είχαν φύγει απ’ τα μαλλιά μου που τα είχα τότε μακριά. Ο εισπράκτορας όπως σας είπα είχε εξαφανιστεί κι αυτός.
Άρχισα να ανηφορίζω και λίγα μέτρα πιο πάνω συναντώ μια γυναίκα που έβοσκε τα πρόβατά της και είχε δει το λεωφορείο. Της ζήτησα να με βοηθήσει γιατί ζαλιζόμουν. Ίσως απ’ την ταραχή μου; Γιατί χτύπημα δεν είχα εκτός απ’ το πόδι μου. Της λέω τότε ΄΄ζαλίζομαι πιάσε με να καθήσω κάπου΄΄.  Η γυναίκα αυτή λοιπόν μου απάντησε πως ΄΄α δεν πιάνω κανέναν εγώ, είμαι νιόπαντρη΄΄.
΄΄Καλά της λέω ζωντανή είμαι δεν είμαι πεθαμένη΄΄.. Έτσι πίστευε τότε ο κόσμος…. Τελικά δεν με βοήθησε . Έκατσα μόνη μου σε μια πέτρα.
Έμεινα εκεί θολωμένη, κάτι σαν τρελή. Δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό που είχε συμβεί. Σκεφτόμουν ότι είχε χαθεί και η κουμπάρα μου μαζί με τόσο κόσμο. Σε πέντε λεπτά είχε αρχίσει να έρχεται κόσμος που κατέβαιναν για τα Γιάννενα  στα πρώτα άτομα που κατέβαιναν ήταν και ένας γαμπρός μου που περίμενε την αδερφή του να ανέβει στο χωριό με το λεωφορείο.
΄΄Η Μαρία ήταν μέσα;΄΄ με ρωτάει αυτομάτως. Μόλις του είπα ότι δεν ήταν μέσα άρχιζε να μ’ αγκαλιάζει σαν τρελός.
Άλλοι είχαν ήδη ανέβει στο χάνι κι εκεί με το τηλέφωνο του Μήτσου Βαγγέλη είχαν αρχίσει να ειδοποιούν και στα Γιάννενα και στα χωριά τον κόσμο. Αρκετοί άνθρωποι που βρισκόνταν στο χάνι, είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν για τον τόπο του δυστυχήματος, για να δουν και να προσφέρουν βοήθεια. Ποια βοήθεια;…
Ο γαμπρός μου με ανέβασε μέχρι το χάνι και με έβαλαν σε ένα άλογο για να πάω στο χωριό. Πρώτη μου φορά ανέβαινα σε άλογο γιατί τα φοβόμουνα.
Στην είσοδο του χωριού με περίμενε ο πατέρας μου. Είχαν ήδη μάθει για το λεωφορείο γιατί ο πατέρας μου ήταν γραμματέας και πήραν αμέσως τηλέφωνο. Ο πατέρας μου πάλι, είχε επικοινωνήσει με έναν θείο μου στα Γιάννενα και καθώς εκείνος του είπε πως είχα φύγει για το χωριό, γύρισε στην μάνα μου και της είπε ΄΄πάρε ένα τσουβάλι και πάμε να μαζέψουμε την Σταυρούλα απ’ το ποτάμι΄΄»
Η κα Σταυρούλα βουρκώνει. Σιωπή, με κατεβασμένο το κεφάλι, κάνει προσπάθεια να συνεχίσει μα πολύ πιο δύσκολα τώρα της βγαίνουν οι κουβέντες..
«Δύσκολες ώρες μα πιο πολύ για τους ανθρώπους εκείνους που είχαν τρελαθεί, μη ξέροντας ποιοι απ’ τους δικούς τους ταξίδευαν και ποιοι όχι. Βγήκε και η μάνα μου και τότε ξεσπάσαμε όλοι σε κλάματα.
Κάπου εκεί τελείωσαν για μένα, όλα όσα τράβηξα. Αλίμονο στον κόσμο που χάθηκε. Απλά, βλέπαμε τον κόσμο να κουβαλάει τους νεκρούς του και όλη η περιοχή να έχει  ένα αβάσταχτο πένθος.
Αργότερα έμαθα πως σώθηκαν και άλλες δυο κοπέλες κατά την κατρακύλα του λεωφορείου, η μία όμως μέχρι να την πάνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα πέθανε. Σώθηκαν όμως κι ένας παππούς απ’ το Ματσούκι και ένας νεαρός τότε απ’ την Πράμαντα που ονομάζονταν θυμάμαι Γεροδήμος και ήταν φαντάρος τότε. Αυτός δε, είχε φτάσει με τα υπολείμματα του λεωφορείου κάτω στο ποτάμι και τον είδαν αφού είχαν περισυλλέξει τους άλλους. Τον είδαν μάλιστα να τους καλεί κουνώντας τα χέρια του. Συνολικά δηλαδή πέντε άτομα ζήσαμε απ’ αυτό το τραγικό δυστύχημα.
Στο Μιχαλίτσι και το Πετροβούνι τα θύματα δεν τα πήγαν στα σπίτια τους, αλλά τα ξενύχτησαν ομαδικά στις εκκλησιές.
Ανάμεσα στα θύματα ήταν και δύο αντρόγυνα με παιδί τους».

Κάπου εκεί σταματάει την αφήγησή της η κα Σταυρούλα Βράνου. Καταβεβλημένη και βουρκωμένη ακόμη, νοιώσαμε πως παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια απ’ το τραγικό αυτό δυστύχημα, εκείνη ξαναζούσε εκείνες τις στιγμές, λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα. Μακάριζε την τύχη της που επέζησε αλλά οι εικόνες αυτές του λεωφορείου να αναποδογυρίζει και να χάνεται στην κακοτοπιά της χαράδρας, την «στοιχειώνουν» ακόμη και σήμερα.

Συνολικά σκοτώθηκαν την ημέρα εκείνη 29 άτομα. Απ’ αυτούς 12 ήταν άντρες και 17 ήταν γυναίκες. Αυτοί που επέζησαν ήταν 5 συνολικά, 3 άντρες και 2 γυναίκες.
Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν απ’ τον Παρακάλαμο Πογωνίου. Μάλιστα λέγεται ότι ο οδηγός είχε διαμαρτυρηθεί ότι τα φρένα δεν λειτουργούσαν καλά, αλλά υποχρεώθηκε απ’ την διοίκηση του ΚΤΕΛ να κάνει το δρομολόγιο και να τα επισκευάσει μετά.
Στο λεωφορείο επέβαινε και η αδερφή της μεγάλης ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη η οποία ήταν δασκάλα σε κάποιο απ’ τα χωριά και ονομαζόντανε Ειρήνη Λούκου, που ήταν και το πραγματικό επίθετο της Έλλης και όχι το καλλιτεχνικό (Την πληροφορία αυτή την γράφουμε με κάθε επιφύλαξη)
Απ’ το Συρράκο ήταν να ταξιδέψει με το λεωφορείο ο Τάκης Μπίτσιος ο οποίος όμως για καλή του τύχη συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει την βέρα της γυναίκας του στον μάστορα που είχε ξεκολίσει, με αποτέλεσμα τελευταία στιγμή και έχοντας εκδόσει και τό εισιτήριο να μην επιβιβαστεί και να αναβάλλει το ταξίδι του για το μεσημεριανό δρομολόγιο.

Στο σημείο του δυστυχήματος, ο τότε Kοινοτάρχης Xουλιαράδων κ. Xρήστος Pάπτης, ανήγειρε, με τη βοήθεια των συγγενών των 29 νεκρών, μνημείο με τύμβο, στον οποίο αναγράφονται τα ονόματα των θυμάτων, και εικόνισμα, ενώ φυτεύθηκαν και 29 κυπαρίσσια, ένα για κάθε νεκρό.
Πριν από 20 χρόνια, οι συγγενείς των θυμάτων, καθιέρωσαν ένα μνημόσυνο, το οποίο γίνεται κάθε πέντε χρόνια. Το τελευταίο έγινε την περυσινή χρονιά 2010 παρουσία πλήθους συγγενών των θυμάτων

Τελειώνοντας να αναφέρουμε ότι για το τραγικό αυτό περιστατικό γράφτηκε και τραγούδι απ’ τον αείμνηστο Γιώργο Γεροδήμο το οποίο είναι σε σκοπό τσάμικο.

Το τραγούδι είναι το παρακάτω:
Μαύρα μαντάτα ήρθανε στα δόλια τα Τζουμέρκα.
Στο Πετροβούνι βρε παιδιά, στο δόλιο Μιχαλίτσι,
στους Χουλιαράδες πέρασαν και μέχρι το Προσήλιο,
στα Πράμαντα διαβήκανε και πέρα στο Ματσούκι.
Δευτέρα μέρα κίνησαν στα σπίτια τους να πάνε,
Χριστούγεννα να κάνουνε μαζί με τους δικούς τους.
Το Τζίμοβο ανεβαίνανε, κοντεύανε τον Κέδρο
κι ο χάρος παραμόνευε στο στρίψιμο του δρόμου
σαν ξαφνικά τους φώναξε ο άμοιρος σωφέρης
Παιδιά μ’ όλοι χανόμαστε και στου Θεού τα χέρια
Κι όλοι μαζί βρεθήκανε στο χάος της αβύσσου
Το είναι τους αφήκανε στους βράχους του Αράχθου



Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011 by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...!

Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...!

 


Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...! 
Άλλοι λαλούν απ' το λαιμό
κι άλλοι με τους ζουρνάδες
κι απ' τα βαριά μνημούρια τους
μονάχα οι Χ'λιαράδες.

Τράβα ένα βράδυ παγερό
με φέγγος φεγγαρίσιο,
στην Άγια την Παρασκευή
στο κοιμητήρι οπίσω,

στάξε ρακί στα μνήματα
ν' ανάψουν τα μηλίγγια
να ζεσταθούν τα αίματα
ν' ανοίξουν τα λαρύγκια

και κάτσε και καμάρωσε
παρέα με το γκιώνη
πώς τραγουδούσε η ράτσα μας
και ζήλευε τ' αηδόνι.

Κάτσε και σώπα κι άκουσε
και στάσου κι ακουρμάσου
τη νύχτα και τον Άραχθο
και τα προγονικά σου

κι άκου το χασοφέγγαρο
κι άκου το Γάκη Σιόντη
που γλύκαινε τα κλέφτικα
στη γλώσσα και στο δόντι

κι ύστερα έλα να μου πεις
γι' άλλους τραγουδιστάδες
γι' άλλα κλαρίνα και βιολιά
και γι' άλλους λαλητάδες... 



Πηγή :http://chouliarades.blogspot.com/

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011 by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Χορεύει ο άντρας ο Χ'λιαράς

Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2011



 
(...Ο μερακλής Χ(ου)λιαράς,στη φωτογραφία
επάνω, που χορεύει ψηλά στη Γη των προγόνων του,
νιώθει και είναι θεός, την ώρα που χορεύει....Εξαϋλώνεται.Εξυψώνεται.
Γίνεται ένα με το Θεό και του παραγγέλνει πράματα,
όχι για τον εαυτ
ό του αλλά για τους άλλους,
δυο βήματα απ' τους αγγέλους-κλαριντζήδες που
τους σκορπάει απλόχερα παράδες...)

ΧΟΡΕΥΕΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ Ο Χ'ΛΙΑΡΑΣ

Χορεύει ο άντρας ο Χ'λιαράς
ο μερακλής ο γέροντας.
Λουφάζει απόσκια ο βοριάς,
λουφάζει κι ο Αχέροντας.

Δίνει παράδες στα βιολιά
και στο Θεό παραγγελιά :

-Εδώ που κρούω τ' αριστερό
γερά στη γης το γόνατο,
να ρίξει μπόι ως το βουνό
πεύκο ψηλό, θεόρατο.

Μπροστά που μπήγω το δεξί
χέρι ,στο ηλιόφως μάχαιρα,
να γένει εκκλησιά τρανή
με δεκαοχτώ παράθυρα.

Δίπλα που ο αυλός του κλαριντζή
μερεύει όλα τ' αμέρωτα,
τα νιάτα να 'ρχονται, σπονδή
να κάνουνε στον Έρωτα,

βράδυ-βραδάκι, μυστικά
να σμίγουνε τ' ανάσκελα
κι όπως στραγκίζουν τα κορμιά
να ξεδιψάν' τα διάσελα.
.....................
Χορεύει ο Χ'λιαράς, στητός.
Λεύκες τρανές τα χέρια του.
Κι όσα παράγγειλε, ο Θεός
τα γράφει στα τεφτέρια Του.

Ποιος να 'ναι τώρα που ο χορός
βαστά, απ' τους δυο τους πιο θεός ;
Ο Γιαραμπής στον ουρανό,
ή ο Χ'λιαράς μες στο χορό ;


by Xoreftikos Omilos Xouliaradon · 0

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ιστορικά στοιχεία Χουλιαράδων


Οι Χουλιαράδες είναι ένα χωριό του Νομού Ιωαννίνων. Απέχει 34 χιλιόμετρα από την πόλη και είναι ένας ορεινός οικισμός. Οι Χουλιαράδες ανήκουν στον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων . Αποτελείται από 35 περίπου μόνιμους κατοίκους και έχει υψόμετρο περίπου 1013 μέτρα. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του Νομού Ιωαννίνων, στις δυτικές προεκτάσεις των Τζουμέρκων, κοντά στη συμβολή των ποταμών Αράχθου και Καλαριτινού ή Καλαρίτικου. Είναι ένα πανέμορφο χωριό με φυσικές ομορφιές, όπως είναι το τεράστιο δάσος του που περικλείει όλη τη βόρεια πλευρά του χωριού, αυτές οι φυσικές ομορφιές και άλλα ιδιαίτερα σημεία, προσελκύουν επισκέπτες και ορειβάτες να τραβήξουν μια φωτογραφία. Μπαίνοντας στο χωριό, βρίσκεται πρώτο το δημαρχείο, που σας καλωσορίζει και εύχεται καλή διαμονή σε κάθε επισκέπτη. Λίγα μέτρα μετά είναι το κοινοτικό καφενείο του χωριού, με το όνομα ‘’Ο Πλάτανος’’. Στον κάτω όροφο είναι το καφενείο και πάνω είναι ένα δωμάτιο, σαν ξενώνας που φιλοξενεί τους ορειβάτες που επισκέπτονται το χωριό. Δίπλα από τον ξενώνα και το καφενείο βρίσκεται το αστυνομικό τμήμα του χωριού που λειτουργεί κάποιες ημέρες της εβδομάδος. Μετά από το αστυνομικό τμήμα είναι η υπέροχη πλατεία, που είναι όλη πλακόστρωτη. Μέσα σ’ αυτή υπάρχει το τεράστιο καμπαναριό δίπλα από ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου. Επίσης, υπάρχουν και δυο αγάλματα, ένα από τα οποία είναι του φιλόσοφου Χρήστου Σούλη, που καταγόταν από τις Χουλιαράδες και το άλλο είναι προς τιμήν των πεσόντων κατά την περίοδο 1919-1922. Στη μέση της πλακόστρωτης πλατείας βρίσκεται ένας μεγάλος γέρικος πλάτανος .Στο βάθος βρίσκεται το δεύτερο καφενείο του χωριού, το όνομα του είναι ‘’Ο Ζάμπος’’. Οι ιδιοκτήτες των καφενείων φιλοξενούν τους επισκέπτες με τον καλύτερο τρόπο, ανοίγοντας τις πόρτες τους και τις καρδιές τους. Απέναντι από την πλατεία είναι η εκκλησία του χωριού, η Αγία Παρασκευή, και τέλος προχωρώντας προς το δρόμο για το επόμενο χωριό, την Γκούρα(σημ. Βαπτιστή), μετά ακριβώς από την εκκλησία, βρίσκεται το δυστυχώς μεγάλο νεκροταφείο που έχει βαθιά μέσα του ψυχές από τον πόλεμο, ήρωες, πρωτομάστορες γεφυριών και χουλιαριών, αλλά και ανθρώπους σοφούς ,με γνώση, που καταγόταν από τις Χουλιαράδες.
Η ονομασία του χωριού «Χουλιαράδες», προήλθε από την επινόηση των ανθρώπων του χωριού της κατασκευής χουλιαριών. Ήταν οι πρώτοι που σοφίστηκαν και έφτιαχναν χουλιάρια (ξύλινα κουτάλια) ή αλλιώς χουλιάρες (μεγάλες κουτάλες) και τα πουλούσαν σε όλη την Ήπειρο, σ’ όλη την Ελλάδα ακόμη και στο εξωτερικό, κυρίως στη Ρουμανία, όπου διέμεναν παλιά εκεί Έλληνες. Το υλικό που κατασκευάζονταν τα χουλιάρια ήταν από γκορτσιά (άγρια αχλαδιά). Με το ξύλο αυτό προσέφεραν στην κοινωνία ένα πολύ χρήσιμο και καθημερινό εργαλείο, το κουτάλι, γιατί μέχρι τότε οι άνθρωποι έτρωγαν με τα δουλεμένα τους χέρια. Οι Χουλιαράδες είναι ονομαστό ως μαστοροχώρι γιατί οι μάστορές του έφτιαχναν εκκλησιές, σχολεία, χουλιάρια, γεφύρια, νερόμυλους και σπίτια σ’ ολόκληρη την Ήπειρο και ήταν φημισμένοι για την τέχνη τους σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Ονομαστό χωριό, μαστορομάνα, που άφησε δυνατό το στίγμα του στο πέρασμα των χρόνων με τεχνίτες, εμπόρους, πολιτικούς και ανθρώπους των γραμμάτων. Την αυτάρκεια των μετακινήσεων, την απομόνωση και τις μικροαψιμαχίες έρχεται να διαταράξει, τους ιστορικούς χρόνους, η απειλή των επιδρομών. Οι πρώτες ακροπόλεις και φρυκτωρίες στήνονται σε καίρια σημεία των εισόδων από τη Θεσσαλία, τη νότιο Ήπειρο αλλά και από το Βορρά. Ελληνιστικά φρούρια στο Καλέντζι, στην Πλάκα, στους Καλαρύττες, στους Χουλιαράδες, στα Πράμαντα ελέγχουν την ροή του Αράχθου και τις χαράδρες των παραπόταμών του που είναι δίοδοι επικοινωνίας με τη Θεσσαλία. Και με την μετακίνηση ανοίγει γρήγορα ο δρόμος για το εμπόριο.
Το έντονο ανάγλυφο της περιοχής των Τζουμέρκων καθώς και οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες, μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος υπήρξε μη παραγωγικός, δύσβατος και εχθρικός προς τον άνθρωπο. Και όμως, αυτός ο τόπος και κατοικήθηκε και αγαπήθηκε πολύ και από πολύ νωρίς. Το μαρτυρούν επιφανειακά ευρήματα, από την εποχή του χαλκού, ερειπωμένες ακροπόλεις και ελληνιστικά φρούρια.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011 by Ανώνυμος · 2

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Μουσικό Οδοιπορικό στα Γιάννενα

Εδώ μπορείτε να δείτε ένα οδοιπορικό στη μουσική της Ηπείρου του 1976 με τη Δόμνα Σαμίου.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Ηπειρώτες Μαστόροι

Ηπειρώτες Μάστοροι

Το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής φτιάχτηκε από τους λαϊκούς, ανώνυμους αρχιτέκτονες. Αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, οργανωμένοι σε ομάδες, ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή και έχτιζαν τα κτίρια, τις γέφυρες, τις βρύσες, τους μύλους και κάθε άλλη κατασκευή των παραδοσιακών οικισμών. Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι δημιουργούσαν, σε όλο τον ελληνικό χώρο, εξηγεί, εν μέρει, τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική διαφορετικών περιοχών.

Εδώ μπορείτε να δείτε ένα Ντοκυμαντερ για τα 45 Πέτρινα Γεφύρια της Ηπείρου

Η Ήπειρος είναι κοιτίδα των μαστόρων, οι οποίοι προέρχονται από τρεις περιοχές: τα χωριά της Κόνιτσας, τα Τζουμέρκα και τους Χουλιαράδες. Τα παλιότερα μαστοροχώρια είναι η Πυρσόγιαννη και η Βούρμπιανη (Κόνιτσα). Δεν είναι τυχαίο ότι πατρίδα των μαστόρων αποτελούν τα πιο ορεινά και βραχώδη χωριά, τα οποία δεν έχουν εδάφη κατάλληλα για καλλιέργειες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί τους να στρέφονται στην οικοδομική, κυρίως τέχνη (αλλά και τη ζωγραφική και την ξυλογλυπτική), προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα και να επιβιώσουν. Αντίθετα, χωριά όπως τα βλαχοχώρια - η Κλεισούρα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, το Μέτσοβο, κ.α. χτισμένα κοντά σε κατάλληλα επιλεγμένα βοσκοτόπια (για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας) δεν έδωσαν μαστόρους - η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας εξασφάλιζε την επιβίωση και επομένως δεν γεννούσε την ανάγκη για την ανάπτυξη της οικοδομικής τέχνης.

Εδώ μπορείτε να δείτε ένα Ντοκυμαντερ για τα Γεφύρια της Ηπείρου

Η ζωή στα μαστοροχώρια  ήταν γενικά δύσκολη και φτωχική.  Το επάγγελμα του χτίστη δεν ήταν κερδοφόρο, με εξαίρεση τον πελεκάνο ίσως (πελεκητής της πέτρας) και τον πρωτομάστορα - ο μόνος που μπορούσε να αγοράσει το σιτάρι της χρονιάς και ο πιο μορφωμένος από τους μαστόρους. Οι μαστόροι ήταν τελείως αμόρφωτοι ή είχαν τελειώσει το δημοτικό. Μετά ξεκινούσαν τα ταξίδια. Η αμοιβή των μαστόρων, παραδοσιακά, γινόταν με τη μοιρασιά των κερδών με υπολογισμό τη συμβολή του κάθε ένα σε εργασία, εργαλεία και ζώα. Μεταγενέστερα, η αμοιβή γινόταν με μεροκάματο 

Η οργάνωση των μαστόρων
Οι λαϊκοί οικοδόμοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (συνάφια ή ισνάφια) - μπουλούκια (τούρκικα: Boluk = συντροφιά, λόχος). Οι ονομασίες των συντεχνιών των μαστόρων - χτιστάδων διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στην Ήπειρο ονομάζονται Κουδαραίοι. Οι χτίστες των πέτρινων γεφυριών ειδικά, ονομάζονται κιουπρουλήδες (τούρκικα: Kopru = γεφύρι).
Η μαθητεία στην οικοδομική τέχνη ξεκινούσε από την ηλικία των 15ετών περίπου. Περνούσε από γενιά σε γενιά, στον τόπο της δουλειάς, στα εργαστήρια και στα γιαπιά, υπό την επίβλεψη του αρχιτεχνίτη (πρωτομάστορα). Ταυτόχρονα με τη μαθητεία στο επάγγελμα γινόταν και η πνευματική αγωγή του μαθητευόμενου οικοδόμου. Μάθαινε την τοπική παράδοση και το πως να κρατά και να προσαρμόζει στα έργα του τα ζωντανά στοιχεία της παράδοσης, συμβάλλοντας έτσι στην εξέλιξη και τη συνέχισή της. Μάθαινε επίσης να κατανοεί την πολυπλοκότητα των φυσικών στοιχείων και τις σχέσεις ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και το έργο του. Αυτό του επέτρεπε να κατανοεί καλύτερα τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των δομικών υλικών (τα οποία έπαιρνε από το άμεσο φυσικό περιβάλλον). Συχνά ερχόταν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, εξαιτίας των ταξιδιών, γεγονός που εμπλούτιζε τις γνώσεις του και τον έφερνε σε επαφή με ομότεχνούς του με τους οποίους είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις.

Ιεραρχία και ειδικότητες τεχνιτών
Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός είχε την ευθύνη όλης της ομάδας, της πληρωμής των μισθών, του κλεισίματος των συμφωνιών, των συμβολαίων, της εύρεσης δουλειών, κ.λ.π. Ο πρωτομάστορας ήταν εργολάβος και εργοδότης και συνέταιρος. Ήταν συνήθως και άριστος πελεκάνος - τεχνίτης της πέτρας. Οι πελεκάνοι ήξεραν τις ιδιοτροπίες του υλικού και πως να το χειριστούν, φτιάχνοντας αριστουργήματα. Ο πρωτομάστορας έδινε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του σπιτιού σε συνεργασία με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη. Κυρίως όμως, έπρεπε να είναι καλός στο κουμάντο. Ακολουθούσαν οι τεχνίτες και οι κάλφες (τα τσιράκια). Την ιεραρχία μπορούσε κάποιος να την διαβεί σταδιακά. Η προαγωγή από τη μία βαθμίδα στην επόμενη γινόταν πάντα υπό την αυστηρή επίβλεψη του πρωτομάστορα. Ένα μπουλούκι περιελάμβανε διάφορες ειδικότητες: Πελεκάνος, Χτίστης, Νταμαρτζής ή Μαντεμτζής, Ταβανατζής ή ταβαντζής (μαραγκός), Ασβεστάς, Σκαλιστής, Μπογιατζής, Τσιράκι (Λασποπαίδι). Οι μαραγκοί ήταν αυτοί οι οποίοι έφτιαχναν οποιαδήποτε ξύλινη κατασκευή του κτιρίου (πατώματα, ταβάνια, παράθυρα, πόρτες, έπιπλα, κ.λ.π.). Αν δεν υπήρχαν σκαλιστάδες έκαναν και τα σκαλίσματα. Οι σκαλιστάδες (ταλιαδόροι) έφτιαχναν ξυλόγλυπτα - ταβάνια και μεσάντρες κυρίως στα σπίτια, καθώς και τέμπλα εκκλησιών. Επιπλέον, υπήρχαν και οι ζωγράφοι, οι οποίοι ερχόταν όταν ολοκληρωνόταν η κατασκευή, για να διακοσμήσουν το εσωτερικό του σπιτιού (ξύλινες επιφάνειες, ταβάνια, ντουλάπια, τοίχους, κ.λ.π.). Σημαντικό στοιχείο του μπουλουκιού ήταν και τα ζώα (μουλάρια), τα οποία χρησίμευαν για τη μεταφορά των υλικών (πέτρες από το νταμάρι) και συνόδευαν την ομάδα. Επιπλέον, για τον εξοπλισμό και την κατασκευή των μύλων εργάζονταν ειδικοί μαστόροι, οι σκεπαρνάδες, οι οποίοι προέρχονταν από το Μέτσοβο ή τη Βελτσίστα.

Ο μάστορας δεν μπορούσε να φύγει από το μπουλούκι. Δεν τον προσλάμβανε κανένα άλλο μπουλούκι, σύμφωνα με κρυφή συμφωνία των πρωτομαστόρων. Πολλές φορές υπήρχε κόντρα ανάμεσα στον πρωτομάστορα και τους μαστόρους, με αρνητική επίπτωση στην ποιότητα της δουλειάς. Όμως, πολλοί πρωτομάστορες δούλευαν μαζί με τους μαστόρους και είχαν καλές και δίκαιες σχέσεις μαζί τους. Γινόταν η κατανομή της δουλειάς με τη σύμφωνη γνώμη όλων και το χειμώνα γλεντούσαν όλοι μαζί. Παρά το ότι οι μαστόροι δεν κέρδιζαν ικανοποιητικά χρήματα και πολλοί ήθελαν να φύγουν από τη μαστορική, δεν το έκαναν. Ίσως λόγω της χαμηλής μόρφωσης ή από άλλη αιτία. Αυτοί που αμείβονταν καλύτερα ήταν οι σκαλιστάδες και οι ταλιαδόροι, γιατί δούλευαν σε πλουσιόσπιτα και δεν έμεναν χωρίς δουλειά. Οι ζωγράφοι επίσης αμείβονταν καλά αλλά είχαν λιγότερες δουλειές από τους ταλιαδόρους. Από τους μαστόρους το ψηλότερο μεροκάματο το είχαν οι πελεκάνοι. Φαίνεται ότι η ικανότητα στο χτίσιμο ήταν ως ένα βαθμό έμφυτη - μικρά παιδιά έχτιζαν καλύβες και εικονοστάσια. Οι μαστόροι δούλευαν και σε μεγάλη ηλικία, ακόμα και στα 80 τους χρόνια. Τα τεχνικά μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ απλά, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο την αξιοσύνη τους.

Ο θεσμός των συντεχνιών έχει πολύ παλιές ρίζες - και συνεχίστηκε και κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο θεσμός εξυπηρετούσε τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με έναν υπεύθυνο για την είσπραξη φόρων ή την γρήγορη δημιουργία τεχνικών έργων (σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, κ.λ.π.). Στις διάφορες πόλεις και τα χωριά υπήρχαν τα βιοτεχνικά συνάφια, τα οποία ενίοτε συνενώνονταν σε μεγαλύτερα (σε ευρύτερες περιοχές) έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται πιο αποδοτικά και να μονοπωλούν τα έργα. Το ισνάφι των μαστόρων - χτιστάδων στα Γιάννενα ήταν το πιο πολυάριθμο της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μαστόρους (Χατζημιχάλη 1953).

Η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων
Ένα πολύ ιδιαίτερο στοιχείο των μαστόρων ήταν η μυστική, συνθηματική γλώσσα την οποία έφτιαχναν, χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους και μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Η γενεσιουργός αιτία αυτού του τρόπου επικοινωνίας ανάγεται στην φτώχεια και την ανάγκη των ανθρώπων αυτών να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση της οικογένειας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η εργασία τους αποτελούσε το μοναδικό μέσο συντήρησης των οικογενειών τους - γυναίκες, παιδιά, γονείς, γέροι, άρρωστοι, συνεπώς αυτή έπρεπε να προστατευθεί, να παραμείνει δηλαδή γνωστή η τέχνη ανάμεσα στην ομάδα, στην συντεχνία. Να μη μαθευτούν τα μυστικά σε πολλούς και διεκδικήσουν περισσότεροι τη δουλειά. Η μυστική επαγγελματική γλώσσα δικαιολογεί και την εξειδίκευση ενός ολόκληρου χωριού στο επάγγελμα του μάστορα - χτίστη (έτσι μόνο μπορούσε να παραμένει μυστική η γλώσσα).
Η ανάγκη λοιπόν των μαστόρων να επικοινωνούν μυστικά μεταξύ τους, δίχως να επιτρέπουν σε κάποιον έξω από το συνάφι να διεισδύσει στα μυστικά της δουλειάς τους οδήγησε στη δημιουργία συντεχνιακών διαλέκτων - τα κουδαρίτικα ή κουδαραίϊκα.

Έθιμα των μαστόρων
Όταν οι χτίστες τελείωναν το σκάψιμο των θεμελίων και τοποθετούσαν το πρώτο αγκωνάρι σφάζανε ένα κουρμπάνι (ζώο) για να γίνει το αντέτι (για το καλό). Συχνότερα έσφαζαν έναν κόκορα. Καμιά φορά έσφαζαν τέσσερις κόκορες, στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, για να στεριώσει καλύτερα. Από το σφαγμένο ζώο δεν έτρωγαν ποτέ οι νοικοκύρηδες του σπιτιού (το είχαν για κακό) - μόνο το συνάφι.
Συχνά έριχναν και νομίσματα, χάλκινα ή ασημένια, πάνω στα θεμέλια για να βροντίσουν τα καλορίζικα. Τα νομίσματα τα έπαιρνε ο πρωτομάστορας (αφού άφηνε μερικά στα θεμέλια).
Όσο καιρό διαρκούσε η θεμελίωση του σπιτιού, οι νοικοκυραίοι δεν κοιμόταν από φόβο μήπως εχθροί τους ρίξουν μάγια στα θεμέλια. Φρουρούσαν το σπίτι νύχτα - μέρα.
Οι γυναίκες έκοβαν κλαδιά κρανιάς και τα κρεμούσαν πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού για να είναι γεροί σαν την κρανιά οι άντρες στο ταξίδι και να γυρίσουν γεροί.
Τα μπαξίσια ή το ρίξιμο των μαντηλιών ή τα μανδηλώματα, ήταν έθιμο με το οποίο μάζευαν δώρα από όλο το χωριό, όταν, αφού τελείωναν τη στέγη, ύψωναν δύο πρόχειρους σταυρούς στολισμένους με λουλούδια και τέντωναν σχοινί ανάμεσά τους. Στο σχοινί κρεμούσαν τα δώρα, συνήθως μαντήλια ή ρούχα.
Με το τελείωμα του σπιτιού το έθιμο επέβαλε το ζιαφέτι - πλούσιο γεύμα με σφαχτό.

Τα ταξίδια των μαστόρων (προορισμοί, διάρκεια, τελετουργικό, αναχώρηση - επιστροφή)
Οι μαστόροι ταξίδευαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το που ταξίδευαν είναι σημαντικό γιατί εξηγεί τις επιρροές που δέχονταν. Διαπιστώνεται ότι το τοπικό περιβάλλον επιδρά στον τρόπο χτισίματος, γεγονός που σημαίνει ότι μάλλον δεν υπήρχαν "σχολές" αλλά προσαρμογή των μαστόρων στις τοπικές συνθήκες. Οι ομάδες των μαστόρων - χτιστάδων ξεκινούσαν το ταξίδι τους αμέσως μετά την Αποκριά. Η δουλειά είχε από πριν συμφωνηθεί από τον πρωτομάστορα. Η αποδημία διαρκούσε μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη περίπου, οπότε η ομάδα επέστρεφε στο χωριό. Η ομάδα ξεκινούσε πριν τα ξημερώματα. Όλοι οι συγγενείς ακολουθούσαν μέχρι την άκρη του δρόμου για να τους ξεπροβοδίσουν. Όταν η ομάδα χάνονταν, η οικογένεια επέστρεφε στο χωριό. Στο γυρισμό, οι γυναίκες άφηναν να τρέχει νερό στο δρόμο, για να αφήσει χνάρια - σύμφωνα με το έθιμο - ώστε να βρει ο αφέντης το δρόμο να γυρίσει πίσω. Η αναχώρηση του μπουλουκιού ήταν συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός, ενώ η επιστροφή του αντίθετα, εξαιρετικά χαρούμενο. Η ημερομηνία του γυρισμού ήταν γνωστή. Όλο το χωριό περιμένει να υποδεχτεί την ομάδα, με χαρές, τραγούδια, γλέντι και φαγητό. Οι μαστόροι επιστρέφουν με δώρα για την οικογένεια - φουστάνι για τη γυναίκα, τσαρούχια για το γιο, μαντήλι για την κόρη. Μαζί φέρνουν και τον γκόρο (μεγάλο βόδι για το κρέας του χειμώνα).
Οι διαδρομές των μαστόρων έχουν σημασία γιατί φανερώνουν τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται οι τοπικές τεχνικές χτισίματος, η τοπική μορφολογία των κτισμάτων, οι επιρροές οι οποίες μεταφέρονται από ξένες περιοχές. Συνήθως όμως οι μαστόροι έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου τους, τα υλικά που έβρισκαν στον τόπο του έργου και τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη.

Στην Πυρσόγιαννη λειτουργεί το Εθνολογικό Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων. Στο μουσείο υπάρχει σπάνιο υλικό από την καθημερινή ζωή των μαστόρων, τις συνθήκες της δουλειάς τους και τα ταξίδια τους. Υπάρχουν πάνω από 2.000 αποτυπώσεις, σχέδια και φωτογραφίες των κατασκευών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Περιλαμβάνει επίσης κιτάπια και συμφωνητικά δουλειάς, τεφτέρια λογαριασμών για τα μεροκάματα, ομόλογα και συναλλαγματικές, διαβατήρια, προσωπικά ημερολόγια και αλληλογραφία με την οικογένεια, καθώς και παλιά εργαλεία, σχέδια εργαλείων και σχέδια χρήσης τους με σημειώσεις και παρατηρήσεις παλιών μαστόρων. Επίσης χαρτογραφήσεις δρομολογίων των μπουλουκιών με βάση τις μαρτυρίες παλιών μαστόρων και κυρατζήδων (μεταφορέων).
Εδώ μπορείτε να δείτε ένα Ντοκυμαντερ για τα μπουλούκια των Κουδαραίων της Κόνιτσας 

Βιβλιογραφία
Χρηστίδης Β. (1994). Η αρχιτεκτονική του χωριού Κουκούλι Ζαγορίου. Τόμος Α. Οι μαστόροι, σελ. 323 - 349. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1967). Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας. Εκδ. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Αθήνα.
Νιτσιάκος Βασ. (1994). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας. εκδ. Πλέθρον. Σειρά Λαϊκός πολιτισμός/ τοπικές κοινωνίες. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1993). Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας. 15ος - 19ος αι. Εκδ. Παρατηρητής. Θεσσαλονίκη.
Τζελέπης Π. (1997). Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική. Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.
Χατζημιχάλη Αγγ. (1953). Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - τα Ισνάφια. Αθήνα.
Γκράσσος Γ. Η λαϊκή αρχιτεκτονική και το ανθρωπογενές περιβάλλον ως θέμα για το σχολικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας Πηλίου. Δημοσίευση στο 1ο Συνέδριο Σχολικής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Σεπτέμβριος 2005.
Μαμμόπουλος Α. (1973). Λαϊκή Αρχιτεκτονική: Ηπειρώτες μάστοροι και γεφύρια. Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρίας Αθηνών. Αθήνα.
Μπογδανόπουλος Δ. (1952). Τα κουδαρίτικα. Περιοδικό Ηπειρωτική Εστία. Τόμος 1, τεύχος 7, σ. 685 - 688.
Μάργαρης Β. (2007). Κόνιτσα. Τα ξακουστά μαστοροχώρια. Γιάννενα.
Παπασταύρου Χρ., Παπαχαρίσης Αθ., Σούλης Χρ., Φαλτάιτς Κ. (2007). Συνθηματικά γλωσσάρια Ηπειρωτών τεχνιτών. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννενα.
Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Μαστοροχώρια. Οι εραστές της πέτρας. Τεύχος 89, σελ. 84. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011 by p@p@donk · 0

Τοπικοί Διάλεκτοι: Κουδαρίτικα Τζουμέρκων

ΤΑ ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ ΤΩΝ ΧΟΥΛΙΑΡΟΧΩΡΙΩΝ
ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
ΤΩΝ ΚΤΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΧΟΥΛΙΑΡΟΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΥΠΟ
ΧΡΙΣΤΟΥ Ι. ΣΟΥΛΗ
Καθηγητού εν τω διδασκαλείω Ιωαννίνων
Αφιερώνονται στον κ. Δ. Σάρρο, που πρώτος εμελέτησε
τας συνθηματικάς γλώσσας της Ηπείρου

Τα Κουδαρίτικα είναι η συνθηματική γλώσσα των "κουδαραίων" δηλαδή των κτιστών των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου. Κουδαρίτικα με διαφορές απαντώνται και στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Συναντώνται επίσης σους κτίστες των Τζουμέρκων καθώς και στην Μακεδονία και στην Θράκη. Μετά τις απόκρεως της Μεγ. Τεσσαρακοστής οι μαστόροι της Ηπείρου απέρχονται των χωρίων των προς εξεύρεσιν εργασίας, ως επί το πλείστον κατά. "μπουλούκια", ή "παρέες".
Χαρακτηριστική είναι των μαστόρων η φιλοσκωμμοσύνη, το φιλοπαίγνιον, η ευφυολογία και η χοντρή σάτυρα. Ο λαός τους θεωρεί φιλήσυχους, νομοταγείς και σκληραγωγημένους, έτι δε και πολυφάγους, διο και λέει παροιμιωδώς "τρώει σαν μάστορας". Το γλωσσάρι κατεγράφη καθ' υπαγόρευσιν των εκ Χουλιαράδων μαστόρων Βας. Γεωργούλη, Κώστα Γεωργούλη, Ιωάννου Γεωργούλη και Βας. Μασαλά. Όσαι λέξεις απαντούν και εις το υπό Του κ. Δ. Σάρρου γλωσσάριον εσημειώθηκαν με το Σ.
*Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από το κείμενο
που δημοσιεύθηκε στα "Ηπειρωτικα Χρονικά"
τεύχος Γ' έτος 1928





by p@p@donk · 0

Τοπικοί Διάλεκτοι: Μπουκαραίικα Τζουμέρκων

ΤΑ "ΜΠΟΥΚΟΥΡΑΙΙΚΑ" ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΤΩΝ ΡΑΦΤΑΔΩΝ
ΤΩΝ ΣΧΩΡΕΤΣΑΝΩΝ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
ΥΠΟ
ΧΡΙΣΤΟΥ Ι. ΣΟΥΛΗ
Καθηγητού του εν Ιωαννίνοις Β΄ Γυμνασίου
…Τα "μπουκουραίικα" είναι συνθηματική γλώσσα των ραφτάδων των Τζουμέρκων. Υπό των ιδίων ονομάζονται "ξτονιάτικα" υπό δε των άλλων, των μη ραφτάδων, "ραφτάτ'κα". Πατρίς των "μπουκουραίικων" είναι τα Σχωρτσένα, Καταράκτης ήδη επονομασθέντα, χωρίον έχον 200 οικογενείας και κείμενον εις την δυτικήν πλευράν των Τζουμέρκων. Εκείθεν μετεδόθηκαν μετέπειτα και εις τους ραφτάδες των Αγράφων, του Βάλτου, του Ξηρομέρου και της Ηπείρου. Εκεί συνάντησα τον ράπτην Δημ. Ντίλζαν γέροντα ηλικίας 66 ετών, ο οποίος έχασε την όρασίν του κεντώντας και σεραδιάζοντας πισλιά και σταυρωτά και σιγγούνια και … Εις ερώτησίν μου πόθεν έμαθε την γλώσσαν ταύτην και ποιος την έφκειασεν, ο απλοϊκός γέρο-Ντίλζας με την συνήθη εις την βόρειον ελληνικήν διάλεκτον προφοράν μου είπε:
"Ιδώ στα Σχουρέτσανα τν έμαθα απ' τα παππούδις μ'. Τα μπουκουραίικα τα φτειάξαν οι Σχουρετσανίτες οι ραφτάδες μουνάχ' τς για να μη τς καταλαβαίν' νε οι γιάλλ' . Τς πιρσοτιρις τς λέξεις τς πήραν απ' τα βλάχ'κα, γιατί τν τέχν' οι παππούδις μας τνι μάθαν π' τς Βλάχ'ς π' τ' Συρράκ' κι τς Καλαρρύτις…. Τελευτών οφείλω να εκφράσω χάριτας εις τους κ.κ. Γ. Καψάλην , καθηγητήν του Ελληνικού Σχολείου Αγνάντων, και Γ. Σακκάν και Αθ. Πολίτην, υπολοχαγούς, άπαντας κατοίκους Σχωρετσάνων δια την συνδρομήν, ην μοι παρέσχον δια την καταγραφήν του κατωτέρω λεξιλογίου, ως και τον κ. Γ. μουλαράν, καθηγητήν, τη βοηθεία του οποίου ασημειώθηκαν αι συγγενείς βλάχικαι λέξεις.
*Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από το κείμενο
που δημοσιεύθηκε στα "Ηπειρωτικα Χρονικά"
τεύχος Γ' έτος 1928









by p@p@donk · 0